Φανταστείτε ότι είστε σε ένα τηλεπαιχνίδι
και έχετε να επιλέξετε μεταξύ δύο δώρων:
ενός διαμαντιού
και ενός μπουκαλιού νερού.
Είναι μια εύκολη επιλογή.
Τα διαμάντια είναι σαφώς πιο πολύτιμα.
Τώρα φανταστείτε ότι σας δίνεται ξανά
αυτή η επιλογή,
μόνο που τώρα δεν είστε σε τηλεπαιχνίδι,
αλλά αφυδατωμένοι στην έρημο
μετά από περιπλάνηση ημερών.
Θα κάνετε διαφορετική επιλογή;
Γιατί; Τα διαμάντια δεν εξακολουθούν
να είναι πολυτιμότερα;
Αυτό είναι το παράδοξο της αξίας,
όπως έχει περιγραφεί περίφημα
από τον πρωτοπόρο οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ.
Σύμφωνα με αυτό, ο καθορισμός της αξίας
δεν είναι τόσο απλός όσο φαίνεται.
Στο τηλεπαιχνίδι, σκεφτόσασταν
την ανταλλακτική αξία των αντικειμένων,
το τι θα μπορούσατε
να αποκτήσετε από αυτά στο μέλλον,
αλλά σε μια έκτακτη ανάγκη,
όπως στην έρημο,
αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία
είναι η χρηστική τους αξία,
πόσο μπορούν να σε βοηθήσουν
στην παρούσα κατάσταση.
Επειδή μπορούμε να επιλέξουμε
μόνο ένα από τα δύο,
πρέπει επίσης να σκεφτούμε
το κόστος ευκαιρίας,
ή τι θα χάσουμε
αν δεν επιλέξουμε το άλλο.
Άλλωστε, δεν έχει σημασία πόσα θα βγάζατε
από την πώληση του διαμαντιού,
αν δεν καταφέρετε να βγείτε από την έρημο.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι
αντιμετωπίζουν αυτό το παράδοξο
προσπαθώντας να ενώσουν αυτές τις σκέψεις
υπό την έννοια της χρησιμότητας:
πόσο καλά κάτι ικανοποιεί τις επιθυμίες
και τις ανάγκες ενός ατόμου.
Η χρησιμότητα έχει εφαρμογή στα πάντα,
από τη βασική ανάγκη για τροφή
μέχρι τη χαρά στο άκουσμα
ενός αγαπημένου τραγουδιού
και φυσικά διαφέρει για διαφορετικούς
ανθρώπους και περιστάσεις.
Η οικονομία αγοράς μας διευκολύνει
στο να εντοπίζουμε την χρησιμότητα.
Με απλά λόγια, η χρησιμότητα
ενός αντικειμένου για εσένα
φαίνεται στο πόσο είμαστε διατεθειμένοι
να πληρώσουμε για αυτό.
Τώρα, φανταστείτε
ότι είστε πίσω στην έρημο,
μόνο που αυτή τη φορά, σας προσφέρεται
ένα νέο διαμάντι ή ένα μπουκάλι νερό
κάθε πέντε λεπτά.
Όπως οι περισσότεροι, πρώτα θα επιλέξετε
αρκετό νερό για να βγάλετε το ταξίδι
και στη συνέχεια όσα διαμάντια
μπορείτε να κουβαλήσετε.
Αυτό συμβαίνει εξαιτίας
της οριακής χρησιμότητας
και σημαίνει ότι όταν επιλέγετε
ανάμεσα σε διαμάντια και νερό,
συγκρίνετε το όφελος που αποκτάτε
από κάθε επιπλέον μπουκάλι νερό
με αυτό από κάθε επιπλέον διαμάντι.
Αυτό το κάνετε κάθε φορά
που γίνεται μια προσφορά.
Το πρώτο μπουκάλι νερό αξίζει περισσότερο
από οποιαδήποτε ποσότητα διαμαντιών,
αλλά στο τέλος,
θα έχετε όλο το νερό που χρειάζεστε.
Μετά από λίγο, κάθε επιπλέον μπουκάλι
είναι παραπάνω φορτίο.
Τότε είναι που αρχίζετε να επιλέγετε
διαμάντια αντί για νερό.
Δεν είναι μόνο είδη πρώτης ανάγκης,
όπως το νερό.
Γενικότερα με όλα τα αντικείμενα,
όσο πιο πολλά αποκτάτε,
τόσο λιγότερο χρήσιμο ή ευχάριστο
γίνεται το κάθε τι επιπλέον.
Αυτός είναι ο νόμος
της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας.
Ευχαρίστως θα παίρνατε δύο ή τρεις
μερίδες από το αγαπημένο σας φαγητό,
αλλά η τέταρτη
θα σας κάνει να ανακατευτείτε
και η εκατοστή θα χαλάσει
πριν καν φτάσετε σε αυτή.
Ή μπορεί να πληρώσετε για την ίδια ταινία
ξανά και ξανά μέχρι να τη βαρεθείτε
ή μέχρι να ξοδέψετε τα χρήματά σας.
Σε κάθε περίπτωση,
θα φτάσετε στο σημείο
όπου η οριακή χρησιμότητα της αγοράς
ενός ακόμη εισιτηρίου θα φτάσει στο μηδέν.
Η χρησιμότητα δεν ισχύει
μόνο στην αγορά πραγμάτων,
αλλά σ' όλες μας τις αποφάσεις.
Ο έξυπνος τρόπος
για να τη μεγιστοποιήσουμε
και να αποφύγουμε φθίνουσες αποδόσεις,
είναι να διαφοροποιούμε τον τρόπο
που ξοδεύουμε χρόνο και χρήμα.
Αφού ικανοποιηθούν οι βασικές μας ανάγκες,
θεωρητικά αποφασίζουμε
να επενδύσουμε σε επιλογές
που είναι χρήσιμες ή ευχάριστες.
Πόσο αποτελεσματικά ο καθένας από εμάς
μεγιστοποιεί τη χρησιμότητα
στην πραγματική ζωή, είναι άλλο θέμα.
Βοηθάει, ωστόσο, να θυμόμαστε
ότι μέγιστη πηγή αξίας έρχεται από εμάς:
από τις ανάγκες που μοιραζόμαστε,
τα πράγματα που απολαμβάνουμε
και τις επιλογές που κάνουμε.