Θυμάμαι όταν έμαθα ότι θα μιλήσω σε συνέδριο TED. Έτρεξα σε μία απ' τις αίθουσες που έκανα μάθημα να το πω στους μαθητές μου. «Παιδιά, μαντέψτε! Μου ζήτησαν να μιλήσω στο TED». Η αντίδραση δεν ήταν αυτή που περίμενα. Η αίθουσα σώπασε. «Ομιλία TED; Όπως εκείνη που μας βάλατε να δούμε για το σθένος; Ή την άλλη με τον επιστήμονα που έκανε αυτό το εντυπωσιακό με τα ρομπότ;» Ρώτησε ο Μουχάμαντ. «Ναι, ακριβώς σαν αυτήν». «Μα κυρία, αυτοί οι άνθρωποι είναι σημαντικοί και έξυπνοι». (Γέλια) «Το ξέρω». «Γιατί θα μιλήσετε; Αφού δεν σας αρέσει να μιλάτε δημόσια». «Πράγματι», του απάντησα. «Αλλά είναι σημαντικό να μιλήσω για εμάς, για τα ταξίδια σας, για το ταξίδι μου. Πρέπει να μάθει ο κόσμος». Οι μαθητές στο σχολείο προσφύγων που έχω ιδρύσει αποφάσισαν να με ενθαρρύνουν. «Ωραία. Κανονίστε να τα πάτε καλά, κυρία». (Γέλια) 65,3 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί βίαια από τα σπίτια τους εξαιτίας πολέμων ή εκδιώξεων. Ο μεγαλύτερος αριθμός, 11 εκατομμύρια, είναι απ' τη Συρία. 33.952 άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους καθημερινά. Η συντριπτική πλειοψηφία διαμένει σε καταυλισμούς προσφύγων όπου οι συνθήκες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν ανθρώπινες. Συμμετέχουμε στην εξαθλίωση του ανθρώπινου είδους. Ποτέ δεν είχαμε τόσο υψηλά νούμερα. Είναι ο υψηλότερος αριθμός προσφύγων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Θα σας πω γιατί αυτό το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό για μένα. Είμαι Αράβισσα. Είμαι πρόσφυγας. Είμαι Μουσουλμάνα. Δουλεύω τα τελευταία 12 χρόνια με πρόσφυγες. Α, επίσης είμαι ομοφυλόφιλη. Στις μέρες μας, αυτό με κάνει πολύ δημοφιλή. (Γέλια) Αλλά είμαι κόρη ενός πρόσφυγα. Η γιαγιά μου έφυγε απ' τη Συρία το 1964 κατά το πρώτο καθεστώς Άσαντ. Ήταν τριών μηνών έγκυος όταν ετοίμασε τη βαλίτσα της, μάζεψε τα πέντε παιδιά της και οδήγησε μέχρι τη γειτονική Ιορδανία, χωρίς να γνωρίζει τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Ο παππούς μου αποφάσισε να μείνει πιστεύοντας ότι δεν ήταν τόσο άσχημα. Τους ακολούθησε ένα μήνα μετά, αφού βασάνισαν τα αδέρφια του και η κυβέρνηση κατέλαβε το εργοστάσιό του. Ξανάχτισαν τις ζωές τους ξεκινώντας απ' την αρχή και έγιναν ανεξάρτητοι, ευκατάστατοι Ιορδανοί πολίτες. Γεννήθηκα στην Ιορδανία 11 χρόνια μετά. Ήταν πολύ σημαντικό για τη γιαγιά μου να γνωρίζουμε την ιστορία μας και το ταξίδι μας. Ήμουν 8 χρονών όταν με πήγε να επισκεφτώ για πρώτη φορά καταυλισμό προσφύγων. Δεν καταλάβαινα γιατί. Δεν ήξερα γιατί της ήταν τόσο σημαντικό να πάμε. Θυμάμαι να περπατάω στον καταυλισμό κρατώντας το χέρι της και να μου λέει «Παίξε με τα παιδιά» ενώ εκείνη επισκεπτόταν τις γυναίκες του καταυλισμού. Δεν ήθελα. Εκείνα δεν ήταν σαν εμένα. Ήταν φτωχά. Ζούσαν σε καταυλισμό. Αρνήθηκα. Γονάτισε δίπλα μου και μου είπε αυστηρά «Πήγαινε. Μη γυρίσεις πίσω μέχρι να παίξετε. Μη σκέφτεσαι ότι κάποιοι είναι κατώτεροι ή ότι δεν θα μάθεις κάτι από αυτούς». Πήγα διστακτικά. Δεν ήθελα να απογοητεύσω τη γιαγιά μου. Επέστρεψα μερικές ώρες μετά αφού έπαιξα ποδόσφαιρο με τα παιδιά στον καταυλισμό. Φύγαμε απ' τον καταυλισμό και της έλεγα ενθουσιασμένη πόσο ωραία πέρασα και πόσο καλά ήταν τα παιδιά. «Κρίμα!», είπα στα αραβικά. «Τα καημένα». «Κρίμα σε εμάς», είπε εκείνη αντιστρέφοντας τα λόγια μου, «διαπράττουμε αδικία». «Μην τα λυπάσαι, πίστεψε σε αυτά». Μόνο όταν άφησα την πατρίδα μου για να έρθω στις ΗΠΑ κατάλαβα τι εννοούσε. Όταν αποφοίτησα απ' το κολέγιο, αιτήθηκα και μου έδωσαν πολιτικό άσυλο καθώς άνηκα σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Ίσως κάποιοι δεν το συνειδητοποιούν αλλά υπάρχουν ακόμα χώρες που επιβάλλουν θανατική ποινή σε ομοφυλόφιλους. Εγκατέλειψα την ιορδανική υπηκοότητα. Ήταν η δυσκολότερη απόφαση που πήρα ποτέ αλλά δεν είχα επιλογή. Το θέμα είναι, ότι όταν πρέπει να επιλέξεις μεταξύ πατρίδας και επιβίωσης, η ερώτηση «Από πού είσαι;» γίνεται πολύ περίπλοκη. Μια Σύρια που γνώρισα πρόσφατα σε καταυλισμό προσφύγων στην Ελλάδα το εξέφρασε καλύτερα, όταν ανέτρεξε στη στιγμή που κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει απ' το Χαλέπι. «Κοίταξα απ' το παράθυρο και δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο ερείπια. Ούτε μαγαζιά, ούτε δρόμοι, ούτε σχολεία. Όλα είχαν εξαφανιστεί». Ήμουν στο διαμέρισμά μου για μήνες ακούγοντας βόμβες να πέφτουν και βλέποντας ανθρώπους να πεθαίνουν. Όμως πάντα ήλπιζα ότι θα βελτιωθούν τα πράγματα, ότι κανείς δεν θα με ανάγκαζε να φύγω, κανείς δεν θα με έδιωχνε απ' το σπίτι μου. Δεν ξέρω γιατί συνέβη το συγκεκριμένο πρωί αλλά καθώς κοίταξα έξω συνειδητοποίησα ότι αν δεν φύγω, τα τρία παιδιά μου θα πέθαιναν. Έτσι φύγαμε. Φύγαμε επειδή έπρεπε, όχι επειδή θέλαμε. Δεν είχαμε επιλογή», μου είπε. Είναι δύσκολο να νιώσεις ότι ανήκεις κάπου όταν δεν έχεις ένα σπίτι, όταν η πατρίδα σου σε απορρίπτει λόγω φόβου ή εκδίωξης, ή όταν η πόλη όπου μεγάλωσες καταστρέφεται ολοσχερώς. Ένιωθα ότι δεν έχω πλέον πατρίδα. Δεν ήμουν πλέον Ιορδανή πολίτης, αλλά ούτε και Αμερικάνα. Ένιωθα ένα είδος μοναξιάς που ακόμα δεν μπορώ να το εκφράσω με λέξεις. Μετά το κολέγιο, ήθελα πολύ να βρω ένα μέρος να αποκαλώ πατρίδα. Πήγα από πολιτεία σε πολιτεία και κατέληξα στη Βόρεια Καρολίνα. Εκεί κάποιοι καλόκαρδοι άνθρωποι με λυπήθηκαν, προσφέρθηκαν να μου πληρώσουν το ενοίκιο, να μου αγοράσουν φαγητό ή καινούρια ρούχα για συνέντευξη. Αυτό με έκανε να νιώσω ακόμα πιο απομονωμένη και ανίκανη. Μόνο όταν γνώρισα τη Διδα Σάρα, μια Βαπτίστρια που μου έδωσε δουλειά όταν ήμουν στα χειρότερά μου, άρχισα να πιστεύω στον εαυτό μου. Η Δις Σάρα είχε εστιατόριο στα βουνά της Βόρειας Καρολίνας. Υπέθεσα ότι λόγω της ανατροφής μου και επειδή ήμουν μορφωμένη, θα με έκανε υπεύθυνη του εστιατορίου. Έκανα λάθος. Ξεκίνησα πλένοντας πιάτα, καθαρίζοντας τουαλέτες και ψήνοντας. Ένιωθα ταπεινή, έμαθα την αξία της σκληρής εργασίας. Κυρίως ένιωσα ότι με εκτίμησαν και με αποδέχτηκαν. Γιόρτασα τα Χριστούγεννα με την οικογένειά της, και προσπάθησε να τηρήσει το Ραμαζάνι μαζί μου. Θυμάμαι πως δίσταζα να της αποκαλύψω ότι είμαι ομοφυλόφιλη, γιατί ήταν Βαπτίστρια. Κάθησα δίπλα της στον καναπέ και της είπα «Δεσποινίς Σάρα, είμαι ομοφυλόφιλη». Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή της. «Δεν πειράζει, γλυκιά μου. Αρκεί να μην είσαι εύκολη». (Γέλια) (Χειροκρότημα) Τελικά μετακόμισα στην Ατλάντα, προσπαθώντας ακόμα να βρω μια πατρίδα. Το ταξίδι μου πήρε περίεργη τροπή τρία χρόνια μετά, όταν βρήκα κάτι παιδιά προσφύγων να παίζουν ποδόσφαιρο. Βγήκα κατά λάθος σ' ένα συγκρότημα διαμερισμάτων, και βρήκα αυτά τα παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο. Έπαιζαν ξυπόλητα με μια κουρελιασμένη μπάλα και πέτρες για τέρμα. Τα παρακολούθησα για καμιά ώρα και μετά χαμογελούσα. Μου θύμιζαν την πατρίδα. Μου θύμισαν ότι μεγάλωσα παίζοντας ποδόσφαιρο στους δρόμους της Ιορδανίας με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μου. Στη συνέχεια έπαιξα και εγώ μαζί τους. Δίστασαν λίγο να με αφήσουν γιατί, όπως είπαν, τα κορίτσια δεν ξέρουν να παίζουν. Εγώ προφανώς ήξερα. Τους ρώτησα αν είχαν παίξει ποτέ σε ομάδα. Μου είπαν πώς όχι, αλλά θα το ήθελαν πολύ. Σιγά σιγά με συμπάθησαν και φτιάξαμε την πρώτη μας ομάδα. Αυτά τα παιδιά μου έδωσαν ένα ταχύρρυθμο μάθημα για την προσφυγιά, τη φτώχεια, και την ανθρωπιά. Τρία αδέρφια από το Αφγανιστάν, οι Ρούλα, Νουρούλα και Ζάμπιουλα συνέβαλαν σημαντικά σ' αυτό. Μια μέρα έφτασα αργά για προπόνηση και βρήκα το γήπεδο έρημο. Ανησύχησα πολύ. Η ομάδα λάτρευε την προπόνηση. Δεν συνήθιζε να χάνει καμία. Βγήκα από το αμάξι, και δύο παιδιά πετάχτηκαν πίσω απ' τα σκουπίδια, κουνώντας ξέφρενα τα χέρια τους. «Κυρία, χτύπησαν τον Ρου. Πολύ άσχημα. Υπήρχαν παντού αίματα». «Τι εννοείς; Τι εννοείς τον χτύπησαν;» «Κάτι κακά παιδιά ήρθαν και τον χτύπησαν. Έφυγαν όλοι. Φοβήθηκαν». Μπήκαμε στο αμάξι μου και πήγαμε στο διαμέρισμα του Ρου. Χτύπησα την πόρτα και άνοιξε ο Νουρ. «Πού είναι ο Ρου; Θέλω να βεβαιωθώ ότι είναι καλά». «Είναι στο δωμάτιό του, κυρία. Αρνείται να βγει». Χτύπησα την πόρτα. «Ρου, βγες έξω. Θέλω να σου μιλήσω. Θέλω να δω αν είσαι καλά ή αν πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο». Βγήκε έξω. Είχε μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι, κομμένο χείλος, και ήταν πολύ ταραγμένος. Τον κοίταξα και είπα στα αγόρια να φωνάξουν τη μαμά τους γιατί έπρεπε να τον πάμε στο νοσοκομείο. Φώναξαν τη μητέρα τους. Βγήκε έξω. Είχα γυρισμένη την πλάτη μου και άρχισε να φωνάζει σε Φαρσί. Τα αγόρια έπεσαν κάτω απ' τα γέλια. Μπερδεύτηκα γιατί δεν υπήρχε τίποτα αστείο στην υπόθεση. Μου εξήγησαν ότι είπε «Μου είπατε ότι η προπονήτρια ήταν γυναίκα και Μουσουλμάνα». Από πίσω, δεν έμοιαζα τίποτα από τα δύο. (Γέλια) «Είμαι Μουσουλμάνα», της είπα γυρνώντας. «Ašhadu ʾan lā ʾilāha ʾilla (A)llāh», απαγγέλλοντας τη μουσουλμανική εκδήλωση πίστης. Μπερδεμένη, ίσως και κάπως ανακουφισμένη συνειδητοποίησε ότι, ναι, εγώ, αυτή η γυναίκα με το σορτσάκι που φερόταν σαν Αμερικανίδα χωρίς μαντήλα, ήμουν όντως Μουσουλμάνα. Είχαν ξεφύγει από τους Ταλιμπάν. Εκατοντάδες άνθρωποι στο χωριό τους είχαν δολοφονηθεί. Οι Ταλιμπάν είχαν πιάσει τον πατέρα τους και επέστρεψε μερικούς μήνες μετά, σκιά του εαυτού του. Η οικογένεια το έσκασε για το Πακιστάν και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, οχτώ και δέκα ετών τότε ύφαιναν χαλιά 10 ώρες τη μέρα για να ζήσουν την οικογένειά τους. Χάρηκαν τόσο πολύ όταν έμαθαν ότι τους δόθηκε έγκριση για επανεγκατάσταση στις ΗΠΑ, κάτι που μόλις το 0,1% είχε την τύχη να το καταφέρει. Πέτυχαν το τζάκποτ. Δεν είναι οι μοναδικοί. Κάθε οικογένεια προσφύγων που γνωρίζω έχει ζήσει κάτι παρόμοιο. Εργάζομαι με παιδιά που έχουν δει να βιάζουν τη μαμά τους και να κόβουν τα δάχτυλα του μπαμπά τους. Ένα παιδί είδε να πυροβολούν τη γιαγιά του στο κεφάλι επειδή δεν άφησε τους επαναστάτες να τον στρατολογήσουν. Τα ταξίδια τους σε στοιχειώνουν. Αυτό που συναντώ κάθε μέρα, όμως, είναι ελπίδα, επιμονή, αποφασιστικότητα, αγάπη για ζωή και ευγνωμοσύνη που μπορούν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους. Ένα βράδυ ήμουν στο διαμέρισμα των αγοριών και επέστρεψε η μητέρα τους αφού είχε καθαρίσει 18 δωμάτια ξενοδοχείου. Κάθισε, και ο Νουρ της έτριψε τα πόδια, λέγοντάς της ότι θα την φρόντιζε εκείνος όταν αποφοιτούσε. Χαμογέλασε εξαντλημένη. «Ο Θεός είναι καλός. Η ζωή είναι καλή. Είμαστε τυχεροί που είμαστε εδώ». Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρούμε ένα κλιμακούμενο αντι-προσφυγικό αίσθημα. Σε παγκόσμια κλίμακα. Τα νούμερα αυξάνονται επειδή δεν κάνουμε κάτι να το εμποδίσουμε, ούτε να το σταματήσουμε. Δεν θα έπρεπε να τους σταματήσουμε να έρχονται στην πατρίδα μας. Θα 'πρεπε να μην τους αναγκάζουμε να εγκαταλείψουν τη δική τους. (Χειροκρότημα) Συγγνώμη. (Χειροκρότημα) Πόσο πόνο ακόμα, πόσο πόνο ακόμα πρέπει να ανεχτούμε; Πόσοι ακόμα άνθρωποι πρέπει να εκδιωχτούν απ' τα σπίτια τους πριν πούμε «Αρκετά!»; Εκατό εκατομμύρια; Όχι μόνο τους κατηγορούμε και τους απορρίπτουμε για κτηνωδίες με τις οποίες δεν είχαν καμία απολύτως σχέση, τους ξαναπληγώνουμε, ενώ θα έπρεπε να τους καλωσορίζουμε στις χώρες μας. Τους στερούμε την αξιοπρέπεια και τους φερόμαστε όπως σε εγκληματίες. Ήρθε μια μαθήτρια στο γραφείο μου τις προάλλες. Έχει καταγωγή από το Ιράκ. Έβαλε τα κλάματα. «Γιατί μας μισούν;» «Ποιος σας μισεί;» «Όλοι, όλοι μας μισούν επειδή είμαστε πρόσφυγες και Μουσουλμάνοι». Στο παρελθόν, κατάφερνα να τους διαβεβαιώσω ότι η πλειοψηφία δεν μισεί τους πρόσφυγες. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα. Δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί πήγαν να σκίσουν τη μαντήλα της μαμάς της όταν βγήκαν για ψώνια, ή γιατί ένας παίκτης αντίπαλης ομάδας την αποκάλεσε τρομοκράτη και της είπε να πάει από εκεί που ήρθε. Δεν μπόρεσα να τη διαβεβαιώσω ότι το γεγονός ότι ο πατέρας της έχασε τη ζωή του υπηρετώντας ως διερμηνέας τον στρατό των ΗΠΑ θα συνέβαλε στο να την αποδεχτούν ως αμερικανή πολίτη. Δεχόμαστε τόσο λίγους πρόσφυγες παγκοσμίως. Βοηθάμε να επανεγκατασταθεί λιγότερο από το 0,1%. Αυτό το 0,1% μας ωφελεί περισσότερο απ' ό,τι εμείς εκείνους. Μένω άναυδη που η λέξη «πρόσφυγας» σημαίνει κάτι βρόμικο, κάτι για το οποίο ντρεπόμαστε. Δεν έχουν κανένα λόγο να ντρέπονται. Έχουμε προοδεύσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας εκτός από την ανθρωπιά μας. 65,3 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους λόγω του πολέμου - ο υψηλότερος αριθμός στην ιστορία. Εμείς θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)