Πριν μερικά χρόνια, η μητέρα μου εμφάνισε ρευματοειδή αρθρίτιδα. Πρήστηκαν οι καρποί, τα γόνατα και τα δάχτυλα προκαλώντας της χρόνιο πόνο. Κατέθεσε αίτηση αναπηρίας. Σταμάτησε να έρχεται στο τοπικό μας τζαμί. Κάποια πρωινά δεν μπορούσε να πλύνει τα δόντια της από τον πόνο. Ήθελα να βοηθήσω. Αλλά δεν ήξερα τον τρόπο. Δεν είμαι γιατρός. Αυτό που είμαι, είναι ιστορικός ιατρικής. Οπότε ξεκίνησα να ερευνώ την ιστορία του χρόνιου πόνου. Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια έχει ολόκληρο ιστορικό σχετικά με τον πόνο στα αρχεία του. Και βρήκα μια ιστορία, μια φανταστική ιστορία, ενός άνδρα που έσωσε - λύτρωσε - εκατομμύρια ανθρώπους από τον πόνο. Ανθρώπους σαν τη μητέρα μου. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ μου. Δεν υπήρχε καμία βιογραφία του, καμία ταινία του Χόλυγουντ για αυτόν. Τον έλεγαν Τζον Τζ. Μπονίκα. Αλλά στην αρχή της ιστορίας μας, ήταν ευρύτερα γνωστός ως Τζόνι «Ταύρος» Γουόκερ. Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα του 1941. Στη μικρή πόλη του Μπρούκφιλντ της Νέας Υόρκης είχε έρθει το τσίρκο. Θεατές μαζεύονταν για να δουν όσους περπατούσαν σε σύρματα, τους κλόουν, κι αν ήταν τυχεροί, την ανθρώπινη βόμβα κανονιού. Έρχονταν επίσης να δουν το σωματαρά, Τζόνι «Ταύρο» Γουόκερ, ένα μυώδη νταή που θα σε έβαζε κάτω για ένα δολάριο. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, μια φωνή ακούστηκε στα μεγάφωνα του τσίρκου. Χρειαζόταν άμεσα ένας γιατρός στη σκηνή με τα ζωντανά ζώα. Κάτι είχε πάει στραβά με το γητευτή των λιονταριών. Η κορύφωση του νούμερου του είχε άσχημη κατάληξη, και το κεφάλι του είχε κολλήσει στο στόμα του λιονταριού. Ξέμενε από αέρα, το κοινό παρακολουθούσε με τρόμο καθώς πάσχιζε και τελικά λιποθύμησε. Όταν τελικά το λιοντάρι χαλάρωσε τα σαγόνια του, ο γητευτής έπεσε απλώς ακίνητος στο έδαφος. Όταν λίγα λεπτά μετά συνήλθε, είδε μία γνωστή φιγούρα να γέρνει πάνω του. Ήταν ο Ταύρος Γουόκερ. Ο σωματαράς του είχε κάνει τεχνητή αναπνοή και του έσωσε τη ζωή. Ο σωματαράς δεν το είχε πει σε κανέναν αλλά στην πραγματικότητα ήταν τριτοετής φοιτητής Iατρικής. Περιόδευε με το τσίρκο τα καλοκαίρια για να πληρώσει τα δίδακτρα, αλλά το κράτησε κρυφό για να προστατεύσει την εικόνα του. Υποτίθεται ότι ήταν ένας αγροίκος, ένας κακός, όχι ένας σπασίκλας καλοθελητής. Ούτε κι οι συμφοιτητές του γνώριζαν το μυστικό του. Όπως έλεγε, «Αν είσαι αθλητής, είσαι ένας χαζός παλιομοδίτης». Οπότε δεν τους είπε για το τσίρκο, ή πως πάλευε επαγγελματικά τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα. Χρησιμοποιούσε ένα ψευδώνυμο όπως το «Ταύρος Γουόκερ», ή αργότερα, το «Μασκοφόρο Θαύμα». Την ίδια χρονιά κράτησε επίσης κρυφή τη στέψη του ως Πρωταθλητής Ελαφρών Βαρέων Βαρών παγκοσμίως. Με τα χρόνια, ο Τζον Τζ. Μπονίκα ζούσε παράλληλες ζωές. Ήταν παλαιστής. Ήταν γιατρός. Ήταν ένας αγροίκος. Ήταν ένας ήρωας. Προκαλούσε πόνο, και τον θεράπευε. Κι αν και δεν το γνώριζε τότε, στις επόμενες πέντε δεκαετίες, θα χρησιμοποιούσε αυτές τις αντιμαχόμενες ταυτότητες για να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο σκέψης για τον πόνο. Θα άλλαζε τόσο πολύ τα νέα φάρμακα ώστε δεκαετίες αργότερα, το περιοδικό Time θα τον αποκαλούσε πατέρα της ανακούφισης από τον πόνο. Αλλά όλα αυτά έγιναν αργότερα. Το 1942, ο Μπονίκα αποφοίτησε από την Ιατρική και παντρεύτηκε την Έμμα, την αγαπημένη του, που είχε γνωρίσει σε έναν από τους αγώνες του πριν χρόνια. Ακόμα πάλευε κρυφά, ήταν αναγκασμένος. Η πρακτική του στο νοσοκομείο του Αγ. Βικεντίου δεν του πλήρωνε τίποτα. Με τη ζώνη του πρωταθλητή, πάλευε σε ακριβούς χώρους, όπως το Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, ενάντια σε ισχυρούς αντιπάλους, όπως ο Έβερετ «Ξανθιά Αρκούδα» Μάρσαλ, ή τον τρεις φορές πρωταθλητή, Άντζελο Σαβόλντι. Οι αγώνες είχαν επιπτώσεις στο σώμα του. Είχε τραβήγματα στο ισχίο, σπασμένα πλευρά. Ένα βράδυ, το μεγάλο δάχτυλο του Τρομερού Τούρκου του έκανε μια ουλή σε όλο το πρόσωπό του. Την επόμενη μέρα στη δουλειά φόρεσε χειρουργική μάσκα για να την καλύψει. Δύο φορές ο Μπονίκα πήγε στα επείγοντα με το ένα μάτι τόσο μελανιασμένο, ώστε ήταν αδύνατον να δει. Το χειρότερο όμως ήταν τα τσακισμένα σαν κουνουπίδι αυτιά του. Έλεγε ότι τα ένιωθε σαν δύο μπάλες του μπέιζμπολ στο κεφάλι του. Στη ζωή του ο πόνος συνέχισε να συσσωρεύεται. Στη συνέχεια, είδε τη γυναίκα του να γεννάει στο νοσοκομείο του. Φούσκωνε κι έσπρωχνε, με μεγάλη οδύνη. Ο μαιευτήρας της κάλεσε τον ειδικευόμενο σε βάρδια για να της δώσει λίγο αιθέρα για να την ανακουφίσει από τον πόνο. Αλλά ο ειδικευόμενος ήταν νέος, και δούλευε μόνο τρεις εβδομάδες, ήταν νευρικός, κι όπως της έδινε τον αιθέρα, ερέθισε το λαιμό της Έμμα. Έκανε εμετό και πνίγηκε, και άρχισε να γίνεται μπλε. Ο Μπονίκα, που παρακολουθούσε, τον έσπρωξε μακριά, καθάρισε τον αεραγωγό της, κι έσωσε τη γυναίκα του και την αγέννητη κόρη του. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην αναισθησιολογία. Αργότερα, θα βοηθούσε ακόμα στο σχεδιασμό του επισκληριδίου για τον τοκετό. Αλλά πριν μπορέσει να αφοσιωθεί στη μαιευτική, ο Μπονίκα έπρεπε να παρουσιαστεί για τη βασική εκπαίδευση. Την περίοδο της απόβασης στη Νορμανδία, ο Μπονίκα παρουσιάστηκε στο Στρατιωτικό Ιατρικό Κέντρο Μάντιγκαν, κοντά στην Τακόμα. Με 7.700 κρεβάτια, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά νοσοκομεία. Εκει, ο Mπονίκα ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο του πόνου. Ήταν μόνο 27 χρονών. Νοσηλεύοντας τόσους ασθενείς, ο Μπονίκα άρχισε να παρατηρεί κρούσματα που έρχονταν σε αντίθεση με όσα είχε διδαχθεί. Υποτίθεται ότι ο πόνος ήταν κώδωνας κινδύνου, με την καλή έννοια, ο τρόπος που το σώμα έδινε σήμα για τραυματισμό, όπως ένα σπασμένο χέρι. Αλλά σε μερικές περιπτώσεις, όπως όταν είχαν ακρωτηριάσει το πόδι ενός ασθενούς, ο ασθενής συνέχιζε να διαμαρτύρεται ότι πονούσε στο κομμένο του πόδι. Αλλά αν είχε θεραπευτεί ο τραυματισμός, γιατί ηχούσε ακόμα ο κώδωνας; Υπήρχαν περιστατικά όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως ένδειξη τραυματισμού, αλλά ωστόσο, ο ασθενής πονούσε. Ο Μπονίκα συγκέντρωσε όλους τους ειδικούς του νοσοκομείου - χειρούργους, νευρολόγους, ψυχιάτρους και τους υπόλοιπους. Προσπάθησε να πάρει τη γνώμη τους για αυτούς τους ασθενείς. Κράτησε τόσο καιρό, ώστε οργάνωνε ομαδικές συγκεντρώσεις στο μεσημεριανό. Ήταν σαν ομάδα του μποξ από ειδικούς για να γιατρέψουν τον πόνο του ασθενούς. Κανείς παλιότερα δεν είχε εστιάσει τόσο στο θέμα του πόνου. Μετά από αυτό, το έριξε στο διάβασμα. Διάβαζε όποιο ιατρικό εγχειρίδιο έπεφτε στα χέρια του, σημειώνοντας προσεκτικά κάθε αναφορά της λέξης «πόνος». Από τις 14.000 σελίδες που διάβασε, η λέξη «πόνος» αναφερόταν σε 17 και μισή από αυτές. 17 και μισή. Για το πιο βασικό, το πιο κοινό, το πιο οδυνηρό μέρος της ασθένειας. Ο Μπονίκα ξαφνιάστηκε, όπως ανέφερε, «Σε τι είδους συμπέρασμα μπορείς να καταλήξεις; Το πιο σημαντικό πράγμα από τη μεριά του ασθενούς, δεν αναφέρεται πουθενά». Για τα επόμενα οκτώ χρόνια, ο Μπονίκα θα το συζητούσε αρκετά. Θα έγραφε σχετικά, θα έγραφε αυτές τις σελίδες που έλειπαν. Έγραφε αυτό που έγινε αργότερα γνωστό ως η Βίβλος του Πόνου. Σε αυτήν, πρότεινε νέες στρατηγικές, νέες θεραπείες με τη χρήση ενέσεων για τον αποκλεισμό των νεύρων. Πρότεινε ένα νέο ίδρυμα, την Κλινική του Πόνου, βασιζόμενο στις μεσημεριανές συναντήσεις. Το πιο σημαντικό όμως για το βιβλίο του ήταν ότι αποτέλεσε ένα συναισθηματικό κώδωνα κινδύνου για την ιατρική. Μια απεγνωσμένη έκκληση στους γιατρούς για να πάρουν στα σοβαρά τον πόνο για τις ζωές των ασθενών. Μετέπλασε το βασικό σκοπό της ιατρικής. Ο στόχος δεν ήταν να καλυτερεύσει τους ασθενείς. Αλλά να τους κάνει να αισθανθούν καλύτερα. Προώθησε το σχέδιο του για δεκαετίες, προτού τελικά καθιερωθεί στα μέσα της δεκαετίας του '70. Εκατοντάδες κλινικές πόνου ξεφύτρωσαν σε όλον τον κόσμο. Αλλά με τη δημιουργία τους, έγινε μια τραγική στροφή. Τα χρόνια πάλης του Μπονίκα τον πρόλαβαν. Για πάνω από 20 χρόνια απείχε από το ρινγκ αλλά οι 1.500 επαγγελματικοί γύροι είχαν αφήσει το σημάδι τους στο σώμα του. Περίπου στα 50 του, έπασχε από σοβαρή οστεοαρθρίτιδα. Στα επόμενα 20 χρόνια θα έκανε 22 χειρουργεία, μεταξύ άλλων τέσσερις εγχειρήσεις σπονδυλικής στήλης, και απανωτές αντικαταστάσεις γοφού. Με το ζόρι σήκωνε το χέρι του, έστριβε το λαιμό του. Περπατούσε μόνο με πατερίτσες. Οι φίλοι και παλιοί μαθητές του έγιναν οι γιατροί του. Ένας είπε πως έκανε τις περισσότερες ενέσεις για αποκλεισμό των νεύρων από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο. Σαν εργασιομανής, δούλευε ακόμα περισσότερο, 15 με 18 ώρες τη μέρα. Το να γιατρεύει έγινε παραπάνω από επάγγελμα, ήταν ο δικός του πιο πετυχημένος τρόπος ανακούφισης. «Αν δεν ήμουν τόσο απασχολημένος,» είπε σε έναν δημοσιογράφο, «θα ήμουν παντελώς ανάπηρος». Σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Φλόριντα στις αρχές του 1980, ο Μπονίκα είπε σε ένα παλιό μαθητή του να τον πάει στο Χάιντ Παρκ, στην Τάμπα. Οδήγησαν δίπλα σε φοίνικες και σταμάτησαν σε μια παλιά έπαυλη, με τεράστια ασημένια οβιδοβόλα κανόνια κρυμμένα στο γκαράζ. To σπίτι ήταν της οικογένειας Ζακίνι, που ήταν κάτι σαν οι γαλαζοαίματοι του Αμερικανικού τσίρκου. Πριν από δεκαετίες, ο Μπονίκα τους είχε παρακολουθήσει, ντυμένους με τις ασημένιες φόρμες και τα ματογυάλια, να εκτελούν το πρωτοπόρο τους νούμερο, την Ανθρώπινη Μπάλα Κανονιού. Αλλά τώρα, όπως κι εκείνος, είχαν αποσυρθεί. Πλέον, όλη αυτή η γενιά έχει πεθάνει, όπως και ο Μπονίκα, οπότε δεν μπορούμε ακριβώς να γνωρίζουμε τι είπαν εκείνη τη μέρα. Μου αρέσει όμως να το φαντάζομαι. Ο σωματαράς και οι ανθρώπινες οβίδες να ξανασυναντιούνται, επιδεικνύοντας τα παλιά και τα νέα σημάδια τους. Μπορεί ο Μπονίκα να τους συμβούλευσε ιατρικά. Ίσως είπε αυτό που είπε αργότερα σε μία προφορική ιστορία. ότι τα χρόνια στο τσίρκο και στην πάλη διαμόρφωσαν σημαντικά τη ζωή του. Ο Μπονίκα βίωσε από κοντά τον πόνο. Τον ένιωσε. Τον έζησε. Και δεν μπορούσε με τίποτα να τον αγνοεί στους άλλους. Νιώθοντας έτσι, ανακάλυψε ένα τελείως καινούργιο πεδίο, είχε σπουδαίο ρόλο στη λήψη φαρμάκων για την αναγνώριση του πόνου τόσο και του ίδιου. Στην ίδια προφορική ιστορία, ο Μπονίκα ισχυρίστηκε ότι ο πόνος είναι η πιο περίπλοκη ανθρώπινη εμπειρία. Εκείνη που αφορά το παρελθόν σου, το παρόν σου, τη συμπεριφορά σου, τη ζωή σου. Κάτι τέτοιο ήταν απολύτως αληθινό για τον Μπονίκα. Αλλά ήταν επίσης και για τη μητέρα μου. Είναι εύκολο για τους γιατρούς να βλέπουν τη μητέρα μου ως έναν επαγγελματία ασθενή, ως μία γυναίκα που περνάει απλώς τις μέρες της στην αίθουσα αναμονής. Κάποιες φορές κολλάω κι εγώ και τη βλέπω με τον ίδιο τρόπο. Αλλά βλέποντας τον πόνο του Μπονίκα, μια απόδειξη για το πως έζησε πλήρως τη ζωή του, άρχισα να θυμάμαι όλα όσα έχει ο πόνος της μητέρας μου. Πριν πρηστούν και γίνουν αρθριτικά, τα δάχτυλα της μητέρας μου κροτάλιζαν στο τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού στο νοσοκομείο που δούλευε. Τύλιγαν πίτες σαμόσα για όλο το τζαμί. Όταν ήμουν παιδί, έκοβαν τα μαλλιά μου, σκούπιζαν τη μύτη μου, έδεναν τα κορδόνια μου. Σας ευχαριστώ. (Χειροκρότημα)