«Η ομορφιά είναι κατάρα», σκεφτόταν η Ψυχή καθώς κοιτούσε απ' την άκρη του γκρεμού όπου την είχε εγκαταλείψει ο πατέρας της. Γεννήθηκε με τόσο άρτια σωματική τελειότητα που τη λάτρεψαν σαν μια νέα προσωποποίηση της Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα. Όμως οι απλοί εραστές στην κανονική ζωή ντρέπονταν πολύ να την πλησιάσουν. Ο πατέρας της πήγε στο Μαντείο των Δελφών να πάρει χρησμό από τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, της λογικής και της προφητείας, του είπαν να εγκαταλείψει την κόρη του σε έναν βραχώδη γκρεμό όπου θα παντρευόταν έναν σκληρό και άγριο φτερωτό ερπετόμορφο δαίμονα. Ολομόναχη στον γκρεμό, η Ψυχή ένιωσε τον Ζέφυρο, τον Δυτικό Άνεμο, να τη σηκώνει απαλά στον αέρα. Την απίθωσε μπροστά σε ένα παλάτι. «Το σπίτι σου», της είπε μια αόρατη φωνή. «Ο σύζυγός σου σε περιμένει στην κρεβατοκάμαρα, αν τολμάς να πας». Ήταν αρκετά γενναία, είπε στον εαυτό της. Το δωμάτιο ήταν τόσο σκοτεινό που δεν μπορούσε να δει τον σύζυγό της. Αλλά καθόλου δεν της άφησε την αίσθηση ερπετού. Το δέρμα του και η φωνή του και η συμπεριφορά του ήταν απαλά. Τον ρώτησε ποιος ήταν, αλλά της απάντησε πως αυτήν την ερώτηση δεν μπορεί ποτέ να την απαντήσει. Αν τον αγαπούσε, δε θα χρειαζόταν να μάθει. Συνέχισε να την επισκέπτεται κάθε βράδυ. Μετά από λίγο, η Ψυχή έμεινε έγκυος. Χάρηκε, αλλά ήταν και μπερδεμένη. Πώς θα μεγάλωνε ένα παιδί με έναν άνδρα που δεν είχε δει ποτέ; Εκείνο το βράδυ, η ψυχή πλησίασε τον κοιμισμένο άντρα με ένα λυχνάρι. Ανακάλυψε τον θεό Έρωτα, που έκανε θεούς και ανθρώπους να ποθούν ο ένας τον άλλον τρυπώντας τους με τα βέλη του. Το λυχνάρι έπεσε από τα χέρια της Ψυχής και ο Έρωτας κάηκε από το καυτό λάδι. Είπε ότι ερωτεύτηκε την Ψυχή αφότου η ζηλιάρα μάνα του, η Αφροδίτη, του ζήτησε να κάνει ρεζίλι τη νεαρή τρυπώντας τη με ένα βέλος. Αλλά μαγεμένος από την ομορφιά της Ψυχής, ο Έρωτας τρυπήθηκε ο ίδιος με το βέλος. Δεν πίστευε όμως πως θεοί και άνθρωποι μπορούν να αγαπηθούν ως ίσοι. Τώρα που αυτή έμαθε την αληθινή του μορφή, οι ελπίδες για ευτυχία εξανεμίστηκαν. Έτσι πέταξε μακριά. Η Ψυχή ήταν απελπισμένη μέχρι που η αόρατη φωνή επέστρεψε και της είπε πως ήταν πράγματι εφικτό για εκείνη και τον Έρωτα να αγαπηθούν ως ίσοι. Ενθαρρυμένη, κίνησε για να τον βρει. Αλλά η Αφροδίτη σταμάτησε την Ψυχή και της είπε πως μπορούν να παντρευτούν μόνο αν έφερε εις πέρας μια σειρά από ακατόρθωτες δοκιμασίες. Πρώτα, η Ψυχή διατάχτηκε να ταξινομήσει έναν τεράστιο, ανακατεμένο σωρό σπόρων εν μία νυκτί. Πάνω που την εγκατέλειπαν οι ελπίδες της, μια αποικία μυρμηγκιών τη λυπήθηκε και τη βοήθησε να τελειώσει τη δουλειά. Αφού πέρασε επιτυχώς την πρώτη δοκιμασία, η Ψυχή διατάχτηκε να πάει στην Αφροδίτη την προβιά ενός χρυσού προβάτου, που είχε τη φήμη πως ξεκοίλιαζε περιπλανωμένους τυχοδιώκτες. Όμως ο θεός ενός ποταμού τής έδειξε πώς να συλλέξει το μαλλί του προβάτου που είχε πιαστεί στους βάτους, και εκείνη τα κατάφερε. Τέλος, η Ψυχή έπρεπε να ταξιδεύσει στον Κάτω Κόσμο, για να πείσει την Περσεφόνη, τη βασίλισσα των νεκρών, να βάλει μια στάλα από την ομορφιά της σε ένα κουτί, για την Αφροδίτη. Για μια ακόμη φορά, η αόρατη φωνή ήρθε να βοηθήσει την Ψυχή. Της είπε να πάει κριθαρόψωμο στον Κέρβερο, τον σκύλο-φύλακα του Κάτω Κόσμου, και να δώσει κέρματα στον βαρκάρη Χάρο, για να τη περάσει από τον Στύγιο ποταμό. Αφού ολοκλήρωσε την τρίτη και τελευταία δοκιμασία, η Ψυχή επέστρεψε στη Γη των ζωντανών. Ακριβώς έξω από το παλάτι της Αφροδίτης, άνοιξε το κουτί με την ομορφιά της Περσεφόνης, προσδοκώντας να κρατήσει λίγη για τον εαυτό της. Αλλά το κουτί ήταν γεμάτο ύπνο, όχι ομορφιά, και η Ψυχή κατέρρευσε στο δρόμο. Ο Έρωτας, μόλις επουλώθηκαν οι πληγές του, πέταξε στην κοιμωμένη σύζυγό του. Της είπε ότι ήταν ανόητος και είχε κάνει λάθος. Η γενναιότητα της μπροστά στο άγνωστο απέδειξε πως ήταν παραπάνω από ίση του. Ο Έρωτας έδωσε στην Ψυχή αμβροσία, το νέκταρ των θεών, κάνοντας την αθάνατη. Λίγο μετά, η Ψυχή γέννησε την κόρη τους. Την ονόμασαν Ηδονή, κι αυτή μαζί με τον Έρωτα και την Ψυχή -που το όνομά της σημαίνει «πνοή»- έκτοτε συνεχώς περιπλέκουν τις ερωτικές ζωές των ανθρώπων.