Μόνο τους τελευταίους αιώνες
έχει αρχίσει ο Δυτικός πολιτισμός
να εκθέτει την τέχνη σε μουσεία,
ή τουλάχιστον μουσεία που μοιάζουν
με τους δημόσιους θεσμούς
που ξέρουμε σήμερα.
Πριν από αυτό, η τέχνη είχε
κυρίως άλλο σκοπό.
Αυτό που σήμερα αποκαλούμε
υψηλή τέχνη
ήταν στην πραγματικότητα ο τρόπος
με τον οποίο οι άνθρωποι βίωναν
την αισθητική σκοπιά της θρησκείας.
Πίνακες, γλυπτά,
υφάσματα και εικονογραφήσεις
ήταν τα μέσα ενημέρωσης
εκείνης της εποχής,
παρέχοντας γλαφυρές απεικονίσεις
που συνόδευαν τις σύγχρονες ιστορίες.
Με αυτή την έννοια, η Δυτική τέχνη
μοιραζόταν έναν λειτουργικό σκοπό
με άλλες κουλτούρες σε όλο τον κόσμο,
κάποιων εκ των οποίων οι γλώσσες
δεν έχουν καμιά λέξη για την τέχνη
Άρα, πώς ορίζουμε τι σημαίνει τέχνη;
Μιλώντας γενικά, έχουμε να κάνουμε εδώ
με έργα που επικοινωνούν οπτικά,
έννοιες που είναι πέρα από τη γλώσσα,
είτε μέσω αναπαράστασης,
ή μέσω της διάταξης εικονικών στοιχείων
στον χώρο.
Απόδειξη για τη δύναμη της εικονογραφίας,
ή της ικανότητας των εικόνων
να αποδίδουν νόημα,
μπορεί να βρεθεί πολύ εύκολα
αν εξετάσουμε την τέχνη
των ιστοριών των μεγάλων θρησκειών.
Σχεδόν όλες, έχουν κάποια στιγμή
στην ιστορία τους
περάσει από κάποια ανεικονική φάση.
Ο ανεικονισμός απαγορεύει
κάθε απεικόνιση του Θείου.
Αυτό γίνεται για να αποφευχθεί
η ειδωλολατρία,
ή η σύγχυση ανάμεσα στην απεικόνιση
της θεότητας και την ίδια τη θεότητα.
Διατηρώντας τον εαυτό τους,
ας το πούμε,
στη σχέση ανάμεσα στο άτομο και το Θείο.
Αυτό, όμως, μπορεί να είναι δύσκολο
να διατηρηθεί
δεδομένου ότι η παρόρμηση
να απεικονίσουμε και να ερμηνεύσουμε
τον κόσμο γύρω μας
είναι μια ανάγκη
που δύσκολα καταπνίγεται.
Για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα
που η απεικόνιση του Αλλάχ ή του Μωάμεθ
απαγορεύεται,
ένας αφηρημένος εορτασμός
του Θείου
βρίσκεται ακόμα στα μοτίβα αραβουργημάτων,
Ισλαμιστών σχεδιαστών υφασμάτων
με τις επιδέξιες πινελιές
και την Αραβική καλλιγραφία,
όπου τα λόγια του προφήτη
αναλαμβάνουν τον διπλό ρόλο
της λογοτεχνίας και οπτικής τέχνης.
Το ίδιο συμβαίνει και με την τέχνη
των πρώιμων περιόδων
του Χριστιανισμού και του Βουδισμού,
όπου η Θεία ύπαρξη
του Χριστού και του Βούδα
δεν απεικονίζεται ως άνθρωπος
αλλά διατυπώνεται με σύμβολα.
Σε κάθε περίπτωση,
η εικονογραφική μνεία χρησιμοποιείται
ως ένα είδος λατρείας.
Η ανθρωπομορφική αναπαράσταση
ή η απεικόνιση σε ανθρώπινη μορφή,
εξαπλώθηκε τελικά σε αυτές τις θρησκείες
μετά από αιώνες,
υπό την επήρεια των πολιτισμικών
παραδόσεων που τις περιέβαλλαν.
Με βάση τα ιστορικά δεδομένα
η δημόσια εκτίμηση της οπτικής τέχνης
πέρα από την παραδοσιακή, θρησκευτική
ή κοινωνική λειτουργία της
είναι μία σχετικά καινούργια ιδέα.
Σήμερα φετιχοποιούμε το φετίχ.
Πηγαίνουμε στα μουσεία
να δούμε τέχνη άλλων εποχών,
αλλά ο τρόπος που τη βιώνουμε εκεί
είναι δραστικά απομακρυσμένος
από το πλαίσιο
για το οποίο ήταν φτιαγμένη.
Μπορούμε να πούμε ότι ο σύγχρονος θεατής
δεν είναι το ίδιο εμπλεκόμενος
όσο είναι με τη σύγχρονη τέχνη,
η οποία είναι σχετική με την εποχή της
και μιλά την πολιτιστική της γλώσσα.
Επίσης μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία
αυτού που αποκαλούμε τέχνη
είναι μία συζήτηση που συνεχίζεται,
καθώς το σύγχρονο παρόν μας μεταβάλλεται
στο κλασσικό παρελθόν των μελλοντικών γενιών.
Είναι ένας διάλογος που αντικατοπτρίζει
τις ιδεολογίες, μυθολογίες,
πεποιθήσεις και ταμπού
και τόσα άλλα στοιχεία του κόσμου
στον οποίο δημιουργήθηκε.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένα έργο
μιας άλλης εποχής,
που δημιουργήθηκε
για μια συγκεκριμένη χρήση,
είναι νεκρό ή ότι δεν έχει τίποτα
να προσφέρει στον σύγχρονο θεατή.
Αν και σε έναν μουσειακό χώρο
έργα τέχνης από διαφορετικούς τόπους
και εποχές
εκτίθενται το ένα δίπλα στο άλλο,
απομονωμένα από τις αρχικές τους
τοποθεσίες,
η παράθεσή τους έχει πλεονεκτήματα.
Οι εκθέσεις διοργανώνονται από έφορους,
ή από ανθρώπους
που έχουν κάνει καριέρα
την ικανότητα τους να θέτουν
σε νέο πλαίσιο ή να επαναπροσδιορίσουν
πολιτιστικά αντικείμενα
σε μια συλλογική παρουσίαση.
Ως θεατές, έχουμε τη δυνατότητα
να αναλογιστούμε την τέχνη
με βάση ένα κοινό θέμα που μπορεί
να μην είναι εμφανές
σε ένα συγκεκριμένο έργο
ώσπου να το δει κανείς
πλάι σε ένα άλλο,
και να αντλήσει και να αναλογιστεί
καινούργια νοήματα.
Αν θέλουμε,
μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε
κάθε έργο τέχνης
σαν συμπληρωματικό κομμάτι
ενός απροσδιόριστου, ενωμένου συνόλου
της παρελθούσας ανθρώπινης εμπειρίας,
ένα μονοπάτι που οδηγεί κατευθείαν
στην πόρτα μας
και συνεχίζει μαζί μας,
ανοιχτό στον καθένα που θέλει
να το εξερευνήσει.