Το 1956, κατά τη διάρκεια ενός διπλωματικού συνεδρίου στη Μόσχα, ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ είπε στους πρεσβευτές του Δυτικού Μπλοκ, «Mι βας παχαρόνιμ!» Ο διερμηνέας του το απέδωσε στην αγγλική: «Θα σας θάψουμε!» Αυτή η δήλωση σόκαρε τον Δυτικό κόσμο, αυξάνοντας την ένταση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στις ΗΠΑ, που ήταν καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό το συμβάν πήγε τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης μια δεκαετία πίσω. Κατόπιν αποδείχθηκε ότι δυστυχώς το σχόλιο του Χρουστσόφ μεταφράστηκε κατά λέξη. Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, αυτή η φράση θα έπρεπε να αποδοθεί ως: «Θα ζήσουμε να σας δούμε θαμμένους», που σημαίνει ότι ο κομμουνισμός θα επικρατήσει του καπιταλισμού, ένα λιγότερο απειλητικό σχόλιο. Παρόλο που τελικά το αρχικό μήνυμα ξεκαθαρίστηκε, οι αρχικές συνέπειες των προφανών λέξεων του Χρουστσόφ θα μπορούσαν να είχαν προξενήσει πυρηνικό Αρμαγεδδώνα. Οπότε τώρα, δεδομένου της περιπλοκότητας της γλωσσικής και πολιτισμικής εναλλαγής, πώς γίνεται και δεν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά διαρκώς; Η απάντηση βρίσκεται στην ικανότητα και την εκπαίδευση των διερμηνέων να ξεπερνούν τους γλωσσικούς περιορισμούς. Παλαιότερα, η διερμηνεία γινόταν διαδοχικά, οι ομιλητές και οι διερμηνείς έκαναν παύσεις και εναλλάσσονταν στην ομιλία. Αλλά με τον ερχομό της τεχνολογίας του ραδιοφώνου, ένα νέο σύστημα παράλληλης διερμηνείας εφευρέθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την ταυτόχρονη διερμηνεία οι διερμηνείς μεταφράζουν άμεσα τα λόγια του ομιλητή σε ένα μικρόφωνο ενώ αυτός μιλάει. Χωρίς παύσεις, το κοινό μπορεί να διαλέξει τη γλώσσα που θέλει να ακούσει. Εξ όψεως, φαίνεται αδιάλειπτη, αλλά στο παρασκήνιο διερμηνείς δουλεύουν ασταμάτητα, ώστε να εξασφαλίσουν πως κάθε μήνυμα διαβιβάζεται σύμφωνα με τις προθέσεις. Και αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Απαιτείται σχεδόν δίχρονη εκπαίδευση σε ήδη επαρκείς δίγλωσσους επαγγελματίες για να αναπτύξουν το λεξιλόγιο τους και να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες ώστε να γίνουν διερμηνείς συνεδρίων. Για να συνηθίσουν την αφύσικη διαδικασία να μιλούν ενώ ακούν, οι σπουδαστές παρακολουθούν ομιλητές και επαναλαμβάνουν την κάθε λέξη ακριβώς όπως την ακούν στην ίδια γλώσσα. Με τον καιρό, ξεκινούν να παραφράζουν ό,τι ακούν, προσαρμόζοντας υφολογικά στοιχεία κατά τη διάρκεια. Κάποια στιγμή, μια δεύτερη γλώσσα εισάγεται. Αυτή η εξάσκηση δημιουργεί νέους σχηματισμούς νευρώνων στον εγκέφαλο, και η συνεχής προσπάθεια για αναδιατύπωση σταδιακά γίνεται δεύτερη φύση. Με τον καιρό και με πολλή και σκληρή δουλειά, ο διερμηνέας τελειοποιεί μια μεγάλη γκάμα από κόλπα ώστε να συγχρονίζεται με τον ομιλητή, να αντιμετωπίζει δύσκολη ορολογία, και να διαχειρίζεται πλήθος από ξένες προφορές. Ίσως καταφύγουν σε ακρωνύμια για να συντομεύσουν μεγάλα ονόματα, και σε γενικούς όρους έναντι ειδικών. Ή να παραπέμψουν σε διαφάνειες ή άλλα οπτικά βοηθήματα. Μπορεί ακόμα να αφήσουν έναν όρο στην γλώσσα πηγή, ενώ ψάχνουν τον ακριβή αντίστοιχο. Οι διερμηνείς ξέρουν να διατηρούν ψυχραιμία σε χαοτικές καταστάσεις. Έχετε υπόψη, δεν έχουν κανέναν έλεγχο στο ποιος θα πει τι, ή στο πόσο σαφής θα είναι ο ομιλητής. Κάτι ασαφές και διφορούμενο μπορεί να ειπωθεί ανά πάσα στιγμή. Επίσης, το κοινό τους αποτελείται από χιλιάδες ανθρώπους και σε πολύ απαιτητικούς χώρους, όπως η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Για να διατηρήσουν τον έλεγχό τους, προετοιμάζονται επιμελώς για κάθε δουλειά, φτιάχνοντας γλωσσάρια εκ των προτέρων, διαβάζοντας μανιωδώς για το αντικείμενο του θέματος, και επανεξετάζοντας προηγούμενες ομιλίες για το θέμα. Τέλος, οι διερμηνείς δουλεύουν ανά δύο. Ενώ ο ένας μεταφράζει την ομιλία σε πραγματικό χρόνο, ο άλλος βοηθάει βρίσκοντας αρχεία, ψάχνοντας ορισμούς λέξεων, και εντοπίζοντας σχετικές πληροφορίες. Επειδή η ταυτόχρονη μετάφραση απαιτεί έντονη προσήλωση, κάθε μισή ώρα, το ζευγάρι αλλάζει ρόλους. Η επιτυχία εξαρτάται άμεσα από την επιδέξια συνεργασία. Οι γλώσσα είναι περίπλοκη, και όταν αφηρημένες ή λεπτές έννοιες χάνονται στην μετάφραση, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές. Όπως είπε και η Μάργκαρετ Άτγουντ, «Ο πόλεμος γεννάται όταν αποτυγχάνει η γλώσσα». Οι διερμηνείς των συνεδριών το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από όλους και δουλεύουν επιμελώς στα παρασκήνια για να εξασφαλίσουν πως δεν θα αποτύχει.